Πλαταιής

Πλαταιής
Πλαταιῆς
Πλαταιεῖς
at Plataeae: masc nom pl (attic )
Πλαταιεῖς
at Plataeae: masc nom /voc pl
Πλαταιός
fem gen sg (epic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πλαταιῆς — Πλαταιεῖς at Plataeae masc nom pl (attic) Πλαταιεῖς at Plataeae masc nom/voc pl Πλαταιός fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθωνάδε — (Α) επίρρ. στον Μαραθώνα («Πλαταιῆς... ἐβοήθησαν Μαραθωνάδε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κόων δε)] …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιείς — και ιων. τ. Πλαταιέες και αττ. τ. Πλαταιῆς, οἱ, Α [Πλαταιαί] (στην Αθήνα) απελεύθεροι, δούλοι οι οποίοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους κατοίκους τών Πλαταιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”